- κτήμα
- Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος.
* * *και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι]1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι κτήμα σου για να τό κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται», Ομ. Οδ.)2. ιδιόκτητη αγροτική έκταση, αγρόκτημα (α. «έχω τρία σκυλιά στο κτήμα» β. «πειρῶ τὸν πλοῡτον χρήματα και κτήματα κατασκευάζειν», Ισοκρ.)3. στον πληθ. τα κτήματατα ζώα, ιδίως τα υποζύγια («βοῡς και τάλλα κτήματα είναι πάντα του βελτίονός τε», Πλάτ.)4. φρ. «κτῆμα ἐς ἀεί» — αναφαίρετο απόκτημα, αιώνιο κτήμανεοελλ.1. κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που έχει αυτοτέλεια, όπως αγρός, οικόπεδο ή οικοδομή2. στον πληθ. αγροί, χωράφια, λιβάδια, ελαιώνες, αμπελώνεςμσν.-αρχ.1. συν. στον πληθ. περιουσία, πλούτος («ἔρως ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις», Σοφ.)2. κωμόπολη, χωριό («ἔλαβεν ἐκ τοῡ κτήματος ὅπου ἀνετράφη ἀγροίκους γενναίους», Μαλάλ. Ι.)3. τα υλικάαρχ.συν. στον πληθ.1. κάθε απόκτημα2. πολύτιμα αποταμιευμένα πράγματα, κειμήλια, θησαυροί («ὅθι πλεῑστα δόμοις ἐν κτήματα κεῑται», Ομ. Ιλ.)3. (σε αντιδιαστολή προς το αγρός) η ακίνητη περιουσία («ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῑς καὶ κτήμασι», Ισαί.)4. φρ. «κτήματα και χρήματα» — περιουσία σε υποστατικά και χρήματα, Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.